- καντρίλια
- η(λ. ιταλ.), είδος χορού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καντρίλια — (quadrille). Γαλλικός χορός, που εκτελείται συνήθως από τέσσερα ζευγάρια. Προέρχεται από τον αγγλικό country dance, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ελισαβετιανή περίοδο. Η κ. απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στα πρώτα χρόνια του 19ου αι. και διαδόθηκε … Dictionary of Greek
τετράχορος — ο, Ν είδος χορού, κν. καντρίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χορός. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. quadrille «καντρίλια» (< quadr «τετρ(α) ») και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
καδρίλια — η βλ. καντρίλια … Dictionary of Greek
κατρίλια — η βλ. καντρίλια … Dictionary of Greek
αντίχορος — (αγγλ. country dance = χορός της υπαίθρου, των χωρικών· γαλλ. παράφραση contredanse). Είδος χορού αγγλικής προέλευσης. Διαδόθηκε πρώτα στην αγγλική αυλή (αρχές 17ου αι.) και από εκεί πέρασε στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’. Αποτελείται από διάφορα… … Dictionary of Greek